Κλιματική αλλαγή και υδάτινοι πόροι στην Ελλάδα
Το κλίμα της Γης έχει αλλάξει πολλές φορές με το πέρασμα των χρόνων. Τα τελευταία 650.000 χρόνια υπήρξαν επτά κύκλοι ανάπτυξης και υποχώρησης παγετώνων, με την τελευταία εποχή να υπολογίζεται πριν από περίπου 11.700 χρόνια οπότε και χρονολογείται η αρχή της σύγχρονης κλιματικής εποχής και του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι περισσότερες από αυτές τις κλιματικές αλλαγές οφείλονται σε μικρές παραλλαγές στην τροχιά της Γης που αλλάζουν την ποσότητα της ηλιακής ενέργειας που λαμβάνει ο πλανήτης Γη. Η ανθρώπινη δραστηριότητα, όμως, πλέον επιδεινώνει περαιτέρω αυτό το φαινόμενο, προκαλώντας υπερθέρμανση του πλανήτη και δημιουργώντας καταστάσεις και συνθήκες οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα.
Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για το φαινόμενο της κλιματικής απορρύθμισης που συνδέεται άμεσα με την κλιματική αλλαγή, το οποίο περιγράφει την αύξηση της έντασης των ακραίων φαινομένων. Για παράδειγμα, η υπερθέρμανση του πλανήτη συνδέεται με πιο άγριες και επιζήμιες καταιγίδες που σχηματίζονται πάνω από ζεστά σχήματα νερού όταν υπάρχει πολύ ζεστός αέρας στην ατμόσφαιρα. Στην ξηρά, οι σπειροειδείς άνεμοι μπορούν να ξεριζώσουν τα δέντρα, να καταστρέψουν κτίρια και να παρασύρουν οχήματα. Άλλες επιπτώσεις της απορρύθμισης είναι οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας που οδηγούν σε καταστροφικές πυρκαγιές, η λειψυδρία και το λιώσιμο των παγετώνων ταχύτερα από το αναμενόμενο. Πρόκειται ουσιαστικά για τη μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα στη σύγχρονη ιστορία της και την πλέον σοβαρή απειλή για την ερημοποίηση πολλών περιοχών στον πλανήτη μας.
Δεδομένου ότι το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής επηρεάζει όλες τις μεταβλητές του υδρολογικού κύκλου, έχει σημαντικές επιπτώσεις στους υδατικούς πόρους της γης. Εκτιμάται ότι έως το 2025, σχεδόν 5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, από το σύνολο 8 δισεκατομμυρίων, θα ζουν σε περιοχές που θα αντιμετωπίσουν έντονα το πρόβλημα της λειψυδρίας. Και αυτό εγείρει ένα μείζον ζήτημα για την ποιότητα ζωής των έμβιων όντων αλλά και για τις οικονομίες αφού το νερό ήταν ανέκαθεν, ένας από τους βασικότερους μοχλούς κοινωνικής, πολιτισμικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα δεν τίθεται θέμα φυσικής λειψυδρίας, λόγω της σχετικά μεγάλης ποσότητας των ανανεώσιμων υδατικών αποθεμάτων της. Συγκεκριμένα το 49% της οικολογικής κατάστασης των φυσικών συστημάτων επιφανειακών υδάτων είναι σε υψηλή ή καλή κατάσταση, το 16% είναι σε μέτρια κατάσταση, το 9 % σε ελλιπή και κακή κατάσταση, ενώ το 27% παραμένει σε άγνωστη κατάσταση
Αναλύοντας, όμως, τα επιμέρους υδατικά διαμερίσματα εντοπίζονται προβλήματα, κυρίως λόγω της έντονης χωρικής και χρονικής ανισοκατανομής των βροχοπτώσεων, της υφαλμύρωσης των παράκτιων και νησιωτικών περιοχών, της ρύπανσης, της υποτιμολόγησης του νερού και της υποβάθμισης της ποιότητάς του. Τα προβλήματα αυτά οξύνονται ακόμα περισσότερο λόγω της έντονης δραστηριοποίησης στη χώρα μας στον αγροτικό τομέα καθώς οι αγροτικο-κτηνοτροφικές δραστηριότητες ασκούν σημαντική πίεση σε θέματα κατανάλωσης νερού, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν καταγράφεται καν. Την ίδια στιγμή, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν την προσφορά σε αρδευτικό νερό ιδιαίτερα καθώς λόγω της παρατεταμένης περιόδου ξηρασίας απαιτείται μεγαλύτερη διάρκεια αρδεύσεων.
Συμπερασματικά, η κλιματική αλλαγή δεν είναι μόνο ένα αναπτυξιακό ή περιβαλλοντικό ζήτημα. Η βασικότερη απόρροιά της είναι ότι θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ευημερία και απειλεί με ερημοποίηση ολόκληρες περιοχές. Κατ’ επέκταση η αύξηση των πιέσεων στο υδατικό περιβάλλον καθιστά αναγκαία την εφαρμογή βιώσιμων πολιτικών ανάπτυξης και διαχείρισης του νερού, μέσω σχεδιασμού, υλοποίησης έργων υποδομής και παρεμβάσεων διαχείρισης τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης. Και επειδή οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους υδάτινους πόρους διαφέρουν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή, οι πολιτικές και οι ενέργειες που εστιάζουν στη βιώσιμη διαχείρισή τους, διαφέρουν αντίστοιχα αλλά σίγουρα προϋποθέτουν αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγωγικών και των θεσμικών φορέων.